- δονακόεις
- δονακόεις, -εσσα -εν (Α)1. (για ποταμό) ο γεμάτος καλάμια2. φρ. «δονακόεις δόλος» — καλάμι αλειμμένο με ιξό, παγίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δονακόεντος — δονακόεις reedy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)